δειλιώ

δειλιώ
(AM δειλιῶ, -άω) [δειλία]
κατέχομαι ή καταλαμβάνομαι από δειλία (α. «ειν' άπειροι οι φευγάτοι όπου φεύγοντας δειλιούν», Δ. Σολωμός
β. «ἀπὸ τίνος δειλιάσω;» — τί θα με κάνει να δειλιάσω; γ. «δειλιάσας... προσεχώρησε τοῑς πολεμίοις»)
μσν.- νεοελλ.
φοβάμαι κάποιον ή κάτι («δε σε δειλιώ ουδ' εσένα», «πάλιν τὴν νύκτα δειλιᾷς»)
νεοελλ.
1. κάνω κάποιον διστακτικό
2. (για τα μάτια) θολώνω, βουρκώνω («τρέμ' η καρδιά μου και χτυπά, τα μάτια μου δειλιούσι»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δειλιῶ — δειλιάω to be afraid pres imperat mp 2nd sg δειλιάω to be afraid pres subj act 1st sg (attic epic ionic) δειλιάω to be afraid pres ind act 1st sg (attic epic ionic) δειλιάω to be afraid imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποδειλιώ — άω, ΜΑ 1. δειλιώ*, φοβάμαι 2. φοβάμαι λιγάκι, έχω κάποιο φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δειλιῶ «δειλιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • TREPIDIARII Equi — memorantur Vegetio, de Arte Veterin. l. 1. c. 56. Quod nihilominus inventum constat a Parthis, quibus consuetudo est equorum gressus ad delicias dominorum hâc arte mollire: non enim circulis atque ponderibus praegravant, ut soluti ambulare… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αδειλίατος — ἀδειλίατος, ον (Α) [δειλιῶ] ο άφοβος, ο αδείλιαστος* …   Dictionary of Greek

  • δείλιαση — η (AM δειλίασις) [δειλιώ] δειλία, έλλειψη θάρρους …   Dictionary of Greek

  • δειλιάζω — (Μ δειλιάζω) κατέχομαι από φόβο για κάτι, διστάζω να κάνω κάτι («δειλιάζετε σε πόλεμον να βγήτε») νεοελλ. 1. κάνω κάποιον να δειλιάσει («τίποτε δεν με δειλιάζει») 2. αποκάμνω, κουράζομαι («τα χέρια μου αναδεύονται ακόμη δειλιασμένα»). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μελανιάζω — 1. κάνω κάτι ή κάποιον μαύρο ή μελανωπό («τόν μελάνιασε στο ξύλο») 2. γίνομαι μαύρος ή μελανωπός («μελάνιασα από το κρύο»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μελανιώ κατά τα ρήματα σε άζω (πρβλ. δειλιῶ: δειλιάζω, χολιώ: χολιάζω)] …   Dictionary of Greek

  • μηνιάζω — (I) μηνιάζω (Μ) βλ. μηναιάζω. (II) μηνιάζω (Α) μηνιώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηνιῶ, κατά τα ρήματα σε άζω (πρβλ. χολιῶ: χολιάζω, δειλιῶ: δειλιάζω] …   Dictionary of Greek

  • ξεδειλιώ — άω αποβάλλω τη δειλία μου, παίρνω θάρρος, ξεθαρρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + δειλιώ] …   Dictionary of Greek

  • προδειλιώ — άω, Μ επιδεικνύω πρώτος από όλους δειλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δειλιῶ «δειλιάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”